- δαψιλός
- δαψιλόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαψιλοῖς — δαψιλός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλούς — δαψιλός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλῇ — δαψιλός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλήν — δαψιλός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλῷ — δαψιλός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… … Dictionary of Greek
δαψιλῶν — δαψιλής abundant masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) δαψιλός fem gen pl δαψιλός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
δαψιλεύω — (AM δαψιλεύομαι) παρέχω, χορηγώ άφθονα αρχ. μσν. παθ. σπαταλιέμαι αρχ. 1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται») 2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι ὑμᾱς). [ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός] … Dictionary of Greek
δαψιλῆς — δαψιλής abundant masc/fem acc pl (attic epic doric) δαψιλής abundant masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) δαψιλός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)